- ἐπέσφαλλον
- ἐπί-σφάλλωmake to fallimperf ind act 3rd plἐπί-σφάλλωmake to fallimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισφάλλω — ἐπισφάλλω (Α) [σφάλλω] εξαπατώ, παραπλανώ, δίνω σφαλερή κατεύθυνση («δόλῳ δευτέρῳ τὰς προσβάσεις αὐτῶν ἐπέσφαλλον», Ιώσ.) … Dictionary of Greek